- πυροκλαστικός
- -ή, -ό, Ν- φρ. α) «πυροκλαστικά υλικά»(πετρογρ.) θραυσματογενή προϊόντα βίαιων ηφαιστειακών εκρήξεωνβ) «πυροκλαστικά πετρώματα»(πετρογρ.) πετρώματα τα οποία σχηματίζονται από τις αποθέσεις τών παραπάνω υλικώνγ) «πυροκλαστικά αναβλήματα» — τα υλικά που εκτοξεύονται από τους κρατήρες τών ηφαιστείωνδ) «πυροκλαστικά ρεύματα» — τα ρεύματα τών πυροκλαστικών υλικών που κινούνται στην επιφάνεια τού εδάφους με δύναμη τυφώνα και αποτελούνται από αναβλήματαε) «πυροκλαστική υφή»(πετρογρ.) περιγραφικός όρος για εκρηξιγενή πετρώματα με θραυσματογενή χαρακτήρα που σχηματίζονται από ηφαιστειακές εκρήξεις και όχι από αποσάθρωση και ιζηματογένεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroclastic < pyro- (< πυρ) + clastic (< κλαστικός < κλῶ «σπάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.